- μουσκέτο
- το(λ. ιταλ.), είδος παλιού πυροβόλου όπλου που γέμιζε από μπροστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσκέτο — το φορητό εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο τού 16ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschetto] … Dictionary of Greek
μουσκετάρω — [μουσκέτο] σκοτώνω κάποιον με μουσκέτο … Dictionary of Greek
μοσκέτο — και μουσκέτο, το 1. φορητό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, κατά κανόνα εμπροσθογεμές, πρόδρομος τού τυφεκίου 2. θανατική εκτέλεση με τουφεκισμό («αυτός χρειάζεται μουσκέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheto < αρχ. ιταλ. moschetto, moschetta «βέλος… … Dictionary of Greek
αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… … Dictionary of Greek
μοσκετόνι — το μεγάλο μουσκέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheton < αρχ. ιταλ. moschettone < ιταλ. moschetto] … Dictionary of Greek